- μακροημερεύω
- αμτβ., ζω για πολλά χρόνια, είμαι μακρόβιος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μακροημερεύω — (AM μακροημερεύω [μακροήμερος] ζω πολλά χρόνια μσν. 1. (μτβ.) δίνω μακροζωία 2. καθυστερώ κάποιον 3. παρατείνομαι, χρονίζω … Dictionary of Greek
αμακροημέρευτος — ἀμακροημέρευτος, ον (Μ) [μακροημερεύω] αυτός που δεν μακροημέρευσε, δεν έζησε ή δεν κράτησε για πολύ καιρό … Dictionary of Greek
μακραίνω — και μακρύνω (Α μακρύνω, Μ μακραίνω) [μάκρος] 1. δίνω σε κάτι έκταση ή διάρκεια, παρατείνω (α. «πολύ τή μάκρυνες την περιγραφή» β. «οἱ ἁμαρτωλοὶ ἐμάκρυναν τὴν ἀνομίαν αὐτῶν», ΠΔ) 2. θέτω μακριά ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα, απομακρύνω, απωθώ, αποσύρω … Dictionary of Greek
μακροημέρευση — η (AM μακροημέρευσις) [μακροημερεύω] η παράταση τών ημερών τής ζωής, μακροβιότητα, μακροζωία («χαρὰν καὶ μακροημέρευσιν», ΠΔ) νεοελλ. η μεγάλη διάρκεια ενός γεγονότος … Dictionary of Greek
πολυημερεύω — Α [πολυήμερος] μακροημερεύω … Dictionary of Greek
προμακροημερεύω — Μ μακροημερεύω υπερβολικά … Dictionary of Greek
ԵՐԿԱՅՆՕՐԵԱՅ — ( ) NBH 1 0689 Chronological Sequence: Early classical ա. ԵՐԿԱՅՆՕՐԵԱՅ ԼԻՆԵԼ. μακροημερεύω prolongo dies, longaevus sum Կեալ ընդ երկայն աւուրս. շատ օրերով ապրիլ. *Երկայնօրեայք լինիցիք յերկրին, կամ ի վերայ երկրին, զոր ժառանգիցէ. Օրին. ՟Ե. ՟Զ. ՟Ժ՟Ա … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)